Gé marivaux.
1368 (...) μῆτερ, εἰσακουστέα
1369 τῶν ἐμῶν λόγων· μάτην γάρ ς´ εἰσορῶ θυμουμένην
1370 σῶι πόσει· τὰ δ´ ἀδύναθ´ ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥάιδιον.
1371 τὸν μὲν οὖν ξένον δίκαιον αἰνέσαι προθυμίας·
1372 ἀλλὰ καὶ σὲ τοῦθ´ ὁρᾶν χρή, μὴ διαβληθῆι στρατῶι,
1373 καὶ πλέον πράξωμεν οὐδέν, ὅδε δὲ συμφορᾶς τύχηι.
1374 οἷα δ´ εἰσῆλθέν μ´ ἄκουσον, μῆτερ, ἐννοουμένην·
1375 κατθανεῖν μέν μοι δέδοκται· τοῦτο δ´ αὐτὸ βούλομαι
1376 εὐκλεῶς πρᾶξαι, παρεῖσά γ´ ἐκποδὼν τὸ δυσγενές.
1377 δεῦρο δὴ σκέψαι μεθ´ ἡμῶν, μῆτερ, ὡς καλῶς λέγω·
1378 εἰς ἔμ´ Ἑλλὰς ἡ μεγίστη πᾶσα νῦν ἀποβλέπει,
1379 κἀν ἐμοὶ πορθμός τε ναῶν καὶ Φρυγῶν κατασκαφαὶ
1380 τάς τε μελλούσας γυναῖκας, ἤν τι δρῶσι βάρβαροι,
1381 μηκέθ´ ἁρπάζειν ἐᾶν τὰς ὀλβίας ἐξ Ἑλλάδος,
1382 τὸν Ἑλένης τείσαντας ὄλεθρον, ἣν ἀνήρπασεν Πάρις.
Vocabulaire; μάτην: Adv. ; Vainement, à tord. θυμοὁμαι: S’irriter + acc.
Αδυνατοσ: Impossible, incapable ποσις, ιος : L’époux καρτερεω : Endurer avec patience ραδιος : facile, complaisant αινεω : remercier (Impératif) προθυμιας : dévouement οραω : ici ; prendre garde διαβλεπω : fixer le regard στρατωι : l’armée πλεον -> πολυ (Comparatif) τυγ-κανω : atteindre, obtenir, arriver πρασσω : obtenir συμφορα : malheur εννοεω : réfléchir εισ- ειμι : venir à l’esprit δοκεω : juger bon, choisir ευκλεως : glorieuse εκποδων + Gén. : loin de.. δυσ- γἑνεια : sentiment bas παρ- ειμι : ici ; bannir δευρο : Allons σκεπτομαι : considérer χαλως : Bien, d’une belle manière αποβλεπω: regarder vers, admirer πορθμευω: traverser πορθυευω : traverser πορτηευω : traverser κατασκαπτω : détruire μελλουσας : à l’avenir μηκ- ἑτι : ad. ; ne… plus αρπαξω: ravir, enlever ολβιος, α, ον: riche ολεθρον: enlèvement ανερπασεν: meurtre
Traduction :
Mère, écoute ce que je dis. Car je vois que tu t’irrite en vain contre ton époux. Il n’est pas facile pour nous de tenter l’impossible. Donc, remercie l’étranger de son